Ζεῦξ'

Ζεῦξ'
Ζεῦξι , Ζεῦξις
yoking
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζεῦξ' — ζεῦξαι , ζεύγνυμι yoke aor imperat mid 2nd sg ζεῦξαι , ζεύγνυμι yoke aor inf act ζεῦξα , ζεύγνυμι yoke aor ind act 1st sg (homeric ionic) ζεῦξε , ζεύγνυμι yoke aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ζεῦξι , ζεῦξις yoking fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατήσιππος — κρατήσιππος, ον (Α) αυτός που νικά σε ιπποδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κράτησι (< κρατῶ) + ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσ ιππος, ζεύξ ιππος] …   Dictionary of Greek

  • κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”